Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μέ πρόκαμνε τόνδε πόνον

См. также в других словарях:

  • προκάμνω — Α 1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων 2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον 3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.) 4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων 5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»